Περγαμηνος

Περγαμηνος
    Περγαμηνός
    Περγᾰμηνός
    3
    пергамский Diod. etc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Περγαμηνος" в других словарях:

  • Περγαμηνός — citadel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περγαμηνός — ή, ό / περγαμηνός, ή, όν, ΝΑ [Πέργαμος] 1. αυτός που προέρχεται από την Πέργαμο ή αυτός που κατασκευάζεται στην Πέργαμο 2. το θηλ. ως ουσ. η περγαμηνή βλ. περγαμηνή νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Περγαμηνός και η Περγαμηνή ο… …   Dictionary of Greek

  • Περγαμηνά — Περγαμηνός citadel neut nom/voc/acc pl Περγαμηνά̱ , Περγαμηνός citadel fem nom/voc/acc dual Περγαμηνά̱ , Περγαμηνός citadel fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνῶν — Περγαμηνός citadel fem gen pl Περγαμηνός citadel masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνόν — Περγαμηνός citadel masc acc sg Περγαμηνός citadel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηναί — Περγαμηνός citadel fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνοῖς — Περγαμηνός citadel masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνοί — Περγαμηνός citadel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνοῦ — Περγαμηνός citadel masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνούς — Περγαμηνός citadel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνή — Περγαμηνός citadel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»